Φθινοπωρινή λιακάδα - Κατερίνα Καρασούλα

Φθινοπωρινή λιακάδα. Πρότινη βροχή σκεπάζει τα ρουθούνια μου. Στάλες πέφτουν απ τα δέντρα, τα χόρτα εκπέμπουν δροσοσταλίδες. Τώρα αχνοφαίνεται ένας χαμογελαστός ήλιος, μια αχτίδα ζεστασιάς κι ελπίδας για τον περίπατο μου. Αμέριμνος ατενίζω την ανείπωτη ομορφιά. Ο άνθρωπος της πόλης εκστασιάζεται με το πράσινο. Ξαφνικά σκοντάφτω σε κάτι περίεργο. Ένα ολοκαίνουργιο παπούτσι, λαμπερό, γυναικείο. Το σηκώνω προσεκτικά,έχει βραχεί, αλλά διατηρούσε το φως του. Ένα παπούτσι σίγουρα δεν είναι κάτι πολύτιμο, είναι όμως περίεργο εύρημα. Αρχιζω να κάνω σκέψεις και να νιώθω σύγχυση. Καποιος έτρεχε να ξεφύγει από κατι και του έπεσε, η σκόνταψε και χτύπησε;Πού βρισκεται τωρα ο ιδιοκτήτης του; Mήπως άλλαξε παπούτσια λόγω βροχής; H έκπληξη μ' έχει συνεπάρει και αναρωτιέμαι αν πρέπει να το δηλώσω κάπου ή να συνεχίσω τον όμορφο περίπατό μου. Κάθομαι σαστισμένος στο έδαφος κι εκείνο μοιάζει να συμμερίζεται την ταραχή μου. Τα πουλιά τραγουδούν και σιγοσυμμετέχουν στον άτακτο χτύπο της καρδιάς μου. Τα δέντρα καλύπτουν τον ελάχιστο ήλιο και σκοτεινιάζουν το ολόφωτο δικό μου αντικείμενο. Ο μοναχικός μου περίπατος κατέληξε σε περιπέτεια ανερμάτιστη. Τα μάγουλά μου φλογίζονται απ τις περίεργες σκέψεις μου,που άλλοτε τρέχουν σε μονοπάτια αλλόκοτα,άλλοτε σε φωτεινούς διαδρόμους. Το παπούτσι άρχισε να βαραίνει στο χέρι μου,παγίδα που μ έσφιγγε στο λαιμό,βραχνάς που ήθελα να ελευθερωθώ. Δεν ήταν όμορφο πια,καταστράφηκε η αγνότητά του. Ήθελα να το ξεφορτωθώ,να το εξαφανίσω,μίσησα την ύπαρξή του. Σηκώθηκα εκνευρισμένος, αλλά με συνεπήρε πάλι η λάμψη του. Σιγουρα κάποια όμορφη κυρία στόλισε την ύπαρξη της μ' αυτό και της έπεσε τρέχοντας να προφυλαχτεί απ τη βροχή. Ίσως θέλησε να το αποχωριστεί για να νιώσει ελεύθερη. Αν της το έβρισκαν μπορεί να φυλακιζόταν πάλι στα δεσμά της. Γρήγορη σκέψη με κατέκλυσε.Το εκσφεντόνισα πίσω από κάτι πυκνόφυλλους θάμνους. Ανάσανα δυνατά,τώρα δεν με απασχολούσε τίποτα. Το παπούτσι δε με στοίχειωνε πια. Το υπέροχο τοπίο με καλούσε αχόρταγα...