Φθινοπωρινός περίπατος - Γόνη Ζιγγελή

Μα πώς ένα τέτοιο όμορφο απόγευμα να με κρατήσει σπίτι; Ο ήλιος, σαν έμπειρος ζωγράφος, αράδιασε πάνω στον καμβά του ουρανού τα πιο όμορφα χρώματα της παλέτας του. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε λες και βαφτίστηκε με τις μοναδικές βιολετί αποχρώσεις που χάριζε απλόχερα στην πλάση. Κι εγώ να περπατώ όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Σε κάθε μου βήμα ήθελα να σταθώ για να παρατείνω αυτό το θαύμα που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου. Τα χρώματα του ουρανού είχαν αγκαλιάσει τα κλώνια των δέντρων και όσα φυλλα είχαν απομείνει εκεί ψηλά ιρίδισαν, σαν σε έναν μαγευτικό χορό, αγκαλιασμένα από το φθινοπωρινό αεράκι της στιγμής. Κάτω από τα πόδια μου χάνονταν τα άλλα φύλλα, αυτά τα κίτρινα και τα καφέ, που έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό της ζωής τους, ξεκουράζονταν πια, βρίσκοντας παρηγοριά το ένα στο άλλο. Ο ήχος των βημάτων μου ακούγονταν εκκωφαντικός στα αυτιά μου, έτσι στάθηκα για μια στιγμή και κάθησα στις ρίζες ενός δέντρου. Άγγιξα απαλά το χώμα, ήταν υγρό. Ο φθινοπωρινός ήλιος δεν κατάφερε να το στεγνώσει. Τα χέρια μου έπιασαν κάτι σκληρό μέσα στον μαλθακο κόσμο των ημιθανών φύλλων. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως πρόκειται για ένα κομματάκι πέτρας, μα έκανα λάθος. Στη χούφτα μου κρατούσα μια μικρή, παιδική, ξύλινη σβούρα. Μα πώς βρέθηκε, θαμμένη σχεδόν, μεσα στα πεσμένα φύλλα; Πόσα δάκρυα, άραγε, χαθηκαν από τα αθώα παιδικά μάτια, θρηνώντας για την απώλεια της; Παρά το αναμφισβήτητο δράμα που ήμουν πεπεισμένος ότι θα είχε βιώσει το παιδάκι χάνοντας το παιχνίδι του, δεν μπόρεσα να αρνηθώ ούτε να αδιαφορήσω για το αίσθημα του φθόνου που ένιωθα να μου τσιμπάει την καρδιά. Πόσο τυχερό ήταν αυτό το παιδάκι που είχε την ευκαιρία να έχει στα χέρια του έστω και για λίγο ένα παιχνίδι;
Γόνη Ζιγγελή